- ἵππευμα
- ἵππευμαride on horsebackneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίππευμα — ἵππευμα, τὸ (Α) [ιππεύω] πορεία πάνω σε ίππο ή σε άρμα («ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι λαβόντες αὐτούς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἱππεύμασι — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύμασιν — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՁԻԱՎԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: 6c, 8c, 12c գ. ἴππευσις, ἴππευμα, ἰππασία equitatio. Ձիավարելն. արհեստն ձիավարական. ընթացուցանելն զերիվար. հեծելութիւն. եւ Երթ ձիով կամ կառօք ʼի պատերազմ. *Ելեր ʼի ձիս քո, եւ ձիավարութիւն քո փրկութիւն է.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)